αλλαντοΐνη

αλλαντοΐνη
η βιοχ.
προϊόν τής οξειδώσεως τού ουρικού οξέος, που καταλύεται από το ένζυμο ουρική οξειδάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allantoin, πιθ. < γερμ. allantoin < allantois (πρβλ. αλλαντοΐς) + κατάλ. -in (πρβλ. -ίνη). Βλ. και λ. αλλαντοΐς, -ίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουρικάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει την οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση τού ουρικού οξέος σε αλλαντοΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uricase (< ουρικό οξύ + κατάλ. ase)] …   Dictionary of Greek

  • υδαντοΐνη — η, Ν χημ. κοινή ονομασία τής 2,4 ημιδαζολιδινοδιόνης, ουρεΐδιο με κυκλικό πυρήνα, αλλ. γλυκολουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydantoin < hydrogen «υδρογόνο» + all antoin (βλ. λ. αλλαντοΐνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”